γκλουβάιν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκλουβάιν < (άμεσο δάνειο) γερμανική Glühwein < glühen (ζεσταίνω, λάμπω, πυρακτώνω) +‎ Wein (κρασί)

Ουσιαστικό

Γκλουβάιν σε γυάλινες κούπες σε χριστουγεννιάτικη αγορά

γκλουβάιν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.