γκέτο
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɟe.to/
Ουσιαστικό
γκέτο ουδέτερο άκλιτο
- εβραϊκή συνοικία, συνοικία όπου οι Εβραίοι ήταν υποχρεωμένοι να ζουν
- (μεταφορικά) μέρος μιας πόλης όπου κατοικεί μειονότητα, συνήθως υποβαθμισμένη οικονομικά
- (κατ’ επέκταση) κατάσταση απομόνωσης από τον εξωτερικό κόσμο
-
γκέτο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.