γκέτο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκέτο < ιταλική ghetto

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɟe.to/

Ουσιαστικό

γκέτο ουδέτερο άκλιτο

  1. εβραϊκή συνοικία, συνοικία όπου οι Εβραίοι ήταν υποχρεωμένοι να ζουν
  2. (μεταφορικά) μέρος μιας πόλης όπου κατοικεί μειονότητα, συνήθως υποβαθμισμένη οικονομικά
  3. (κατ’ επέκταση) κατάσταση απομόνωσης από τον εξωτερικό κόσμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.