γιατρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝaˈtɾe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐τρεύ‐ο‐μαι
Ρηματικός τύπος
γιατρεύομαι, π.αόρ.: γιατρεύτηκα, μτχ.π.π.: γιατρεμένος
- παθητική φωνή του ρήματος γιατρεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.