γεφυρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γεφυρίζω < γέφυρα

Ρήμα

γεφυρίζω (ρήμα της μεταγενέστερης ελληνικής)

  • χλευάζω (από μια εκτονωτική γιορτή σε γέφυρα στον οδό Αθήνας-Ελευσίνας, όπου πήγαιναν για να κοροϊδέψουν όποιον ήθελαν, συχνά με χονδροειδή τρόπο)


Συγγενικά

  • γεφυριστής (χλευαστής)
  • γεφυρισμός (το χοντρό αστείο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.