γαργαλισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γαργαλισμός | οἱ | γαργαλισμοί |
| γενική | τοῦ | γαργαλισμοῦ | τῶν | γαργαλισμῶν |
| δοτική | τῷ | γαργαλισμῷ | τοῖς | γαργαλισμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | γαργαλισμόν | τοὺς | γαργαλισμούς |
| κλητική ὦ! | γαργαλισμέ | γαργαλισμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαργαλισμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαργαλισμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
γαργαλισμός < γαργαλίζω
Ουσιαστικό
γαργαλισμός
- το γαργάλημα
- Τοῦ δὲ γαργαλίζεσθαι μόνον ἄνθρωπον αἴτιον ἥ τε λεπτότης τοῦ δέρματος καὶ τὸ μόνον γελᾶν τῶν ζῴων ἄνθρωπον. Ὁ δὲ γαργαλισμὸς γέλως ἐστὶ διὰ κινήσεως τοιαύτης τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην. (Αριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 673a.7-10)
Αναφορές
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.