βυθοσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
βυθοσκοπώ (παθητική φωνή: βυθοσκοπούμαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βυθοσκοπώ | βυθοσκοπούσα | θα βυθοσκοπώ | να βυθοσκοπώ | βυθοσκοπώντας | |
| β' ενικ. | βυθοσκοπείς | βυθοσκοπούσες | θα βυθοσκοπείς | να βυθοσκοπείς | (βυθοσκόπει) | |
| γ' ενικ. | βυθοσκοπεί | βυθοσκοπούσε | θα βυθοσκοπεί | να βυθοσκοπεί | ||
| α' πληθ. | βυθοσκοπούμε | βυθοσκοπούσαμε | θα βυθοσκοπούμε | να βυθοσκοπούμε | ||
| β' πληθ. | βυθοσκοπείτε | βυθοσκοπούσατε | θα βυθοσκοπείτε | να βυθοσκοπείτε | βυθοσκοπείτε | |
| γ' πληθ. | βυθοσκοπούν(ε) | βυθοσκοπούσαν(ε) | θα βυθοσκοπούν(ε) | να βυθοσκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βυθοσκόπησα | θα βυθοσκοπήσω | να βυθοσκοπήσω | βυθοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | βυθοσκόπησες | θα βυθοσκοπήσεις | να βυθοσκοπήσεις | βυθοσκόπησε | ||
| γ' ενικ. | βυθοσκόπησε | θα βυθοσκοπήσει | να βυθοσκοπήσει | |||
| α' πληθ. | βυθοσκοπήσαμε | θα βυθοσκοπήσουμε | να βυθοσκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | βυθοσκοπήσατε | θα βυθοσκοπήσετε | να βυθοσκοπήσετε | βυθοσκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | βυθοσκόπησαν βυθοσκοπήσαν(ε) |
θα βυθοσκοπήσουν(ε) | να βυθοσκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βυθοσκοπήσει | είχα βυθοσκοπήσει | θα έχω βυθοσκοπήσει | να έχω βυθοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βυθοσκοπήσει | είχες βυθοσκοπήσει | θα έχεις βυθοσκοπήσει | να έχεις βυθοσκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βυθοσκοπήσει | είχε βυθοσκοπήσει | θα έχει βυθοσκοπήσει | να έχει βυθοσκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βυθοσκοπήσει | είχαμε βυθοσκοπήσει | θα έχουμε βυθοσκοπήσει | να έχουμε βυθοσκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βυθοσκοπήσει | είχατε βυθοσκοπήσει | θα έχετε βυθοσκοπήσει | να έχετε βυθοσκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βυθοσκοπήσει | είχαν βυθοσκοπήσει | θα έχουν βυθοσκοπήσει | να έχουν βυθοσκοπήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.