βροντο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βροντο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντο- < βροντ(ή) + -ο-

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾon.do/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βροντο-

Πρόθημα

βροντο- ή βροντό- (και βροντ- πριν από φωνήεν)

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντ- στο Βικιλεξικό
  • βροντ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βροντο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντο- < βροντ(ή) + -ο-

Πρόθημα

βροντο- ή βροντό- (και βροντ- πριν από φωνήεν)

    1. (επιτατικό) για το δεύτερο συνθετικό
      βροντοκτυπῶ
    2. που δηλώνει πολύ δυνατό ήχο
      βροντοκούδουνον
      βροντόλαλος
    3. (μετεωρολογία) που αφορά σχέση με τη βροντή ή φαινόμενα που τη συνοδεύουν
      βροντοσεισμολόγιον
      βρονταντίπνοος
      ἀκτινοχρυσοφαιδροβροντολαμπροφεγγοφωτοστόλιστος

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντο- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντό- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντ- στο Βικιλεξικό

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βροντο- < βροντ(ή) + -ο-

Πρόθημα

βροντο-

Σύνθετα

  • βρονταγωγός
  • βροντοκεραυνοπάτωρ
  • βροντοποιός
  • βροντοσκοπία

και ελληνιστικές λέξεις με βροντό-

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.