βραχυκυκλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
βραχυκυκλώνω
- συνδέω δύο σημεία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος με αγωγό μηδενικής ή μικρής αντίστασης
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βραχυκυκλώνω | βραχυκύκλωνα | θα βραχυκυκλώνω | να βραχυκυκλώνω | βραχυκυκλώνοντας | |
| β' ενικ. | βραχυκυκλώνεις | βραχυκύκλωνες | θα βραχυκυκλώνεις | να βραχυκυκλώνεις | βραχυκύκλωνε | |
| γ' ενικ. | βραχυκυκλώνει | βραχυκύκλωνε | θα βραχυκυκλώνει | να βραχυκυκλώνει | ||
| α' πληθ. | βραχυκυκλώνουμε | βραχυκυκλώναμε | θα βραχυκυκλώνουμε | να βραχυκυκλώνουμε | ||
| β' πληθ. | βραχυκυκλώνετε | βραχυκυκλώνατε | θα βραχυκυκλώνετε | να βραχυκυκλώνετε | βραχυκυκλώνετε | |
| γ' πληθ. | βραχυκυκλώνουν(ε) | βραχυκύκλωναν βραχυκυκλώναν(ε) |
θα βραχυκυκλώνουν(ε) | να βραχυκυκλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βραχυκύκλωσα | θα βραχυκυκλώσω | να βραχυκυκλώσω | βραχυκυκλώσει | ||
| β' ενικ. | βραχυκύκλωσες | θα βραχυκυκλώσεις | να βραχυκυκλώσεις | βραχυκύκλωσε | ||
| γ' ενικ. | βραχυκύκλωσε | θα βραχυκυκλώσει | να βραχυκυκλώσει | |||
| α' πληθ. | βραχυκυκλώσαμε | θα βραχυκυκλώσουμε | να βραχυκυκλώσουμε | |||
| β' πληθ. | βραχυκυκλώσατε | θα βραχυκυκλώσετε | να βραχυκυκλώσετε | βραχυκυκλώστε | ||
| γ' πληθ. | βραχυκύκλωσαν βραχυκυκλώσαν(ε) |
θα βραχυκυκλώσουν(ε) | να βραχυκυκλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βραχυκυκλώσει | είχα βραχυκυκλώσει | θα έχω βραχυκυκλώσει | να έχω βραχυκυκλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βραχυκυκλώσει | είχες βραχυκυκλώσει | θα έχεις βραχυκυκλώσει | να έχεις βραχυκυκλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βραχυκυκλώσει | είχε βραχυκυκλώσει | θα έχει βραχυκυκλώσει | να έχει βραχυκυκλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βραχυκυκλώσει | είχαμε βραχυκυκλώσει | θα έχουμε βραχυκυκλώσει | να έχουμε βραχυκυκλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βραχυκυκλώσει | είχατε βραχυκυκλώσει | θα έχετε βραχυκυκλώσει | να έχετε βραχυκυκλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βραχυκυκλώσει | είχαν βραχυκυκλώσει | θα έχουν βραχυκυκλώσει | να έχουν βραχυκυκλώσει |
| |
Μεταφράσεις
βραχυκυκλώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.