βραχυκυκλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραχυκυκλωμένος | η | βραχυκυκλωμένη | το | βραχυκυκλωμένο |
| γενική | του | βραχυκυκλωμένου | της | βραχυκυκλωμένης | του | βραχυκυκλωμένου |
| αιτιατική | τον | βραχυκυκλωμένο | τη | βραχυκυκλωμένη | το | βραχυκυκλωμένο |
| κλητική | βραχυκυκλωμένε | βραχυκυκλωμένη | βραχυκυκλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραχυκυκλωμένοι | οι | βραχυκυκλωμένες | τα | βραχυκυκλωμένα |
| γενική | των | βραχυκυκλωμένων | των | βραχυκυκλωμένων | των | βραχυκυκλωμένων |
| αιτιατική | τους | βραχυκυκλωμένους | τις | βραχυκυκλωμένες | τα | βραχυκυκλωμένα |
| κλητική | βραχυκυκλωμένοι | βραχυκυκλωμένες | βραχυκυκλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βραχυκυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βραχυκυκλώνω
Μετοχή
βραχυκυκλωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί βραχυκύκλωμα
- (μεταφορικά) που έχει μπει σε αδιέξοδο, μπλοκαρισμένος
Μεταφράσεις
βραχυκυκλωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.