βραχυκυκλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχυκυκλωμένος η βραχυκυκλωμένη το βραχυκυκλωμένο
      γενική του βραχυκυκλωμένου της βραχυκυκλωμένης του βραχυκυκλωμένου
    αιτιατική τον βραχυκυκλωμένο τη βραχυκυκλωμένη το βραχυκυκλωμένο
     κλητική βραχυκυκλωμένε βραχυκυκλωμένη βραχυκυκλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχυκυκλωμένοι οι βραχυκυκλωμένες τα βραχυκυκλωμένα
      γενική των βραχυκυκλωμένων των βραχυκυκλωμένων των βραχυκυκλωμένων
    αιτιατική τους βραχυκυκλωμένους τις βραχυκυκλωμένες τα βραχυκυκλωμένα
     κλητική βραχυκυκλωμένοι βραχυκυκλωμένες βραχυκυκλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραχυκυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βραχυκυκλώνω

Μετοχή

βραχυκυκλωμένος, -η, -ο

  1. που έχει υποστεί βραχυκύκλωμα
  2. (μεταφορικά) που έχει μπει σε αδιέξοδο, μπλοκαρισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.