βραχιάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βραχιάριον | τὰ | βραχιάριᾰ |
| γενική | τοῦ | βραχιαρίου | τῶν | βραχιαρίων |
| δοτική | τῷ | βραχιαρίῳ | τοῖς | βραχιαρίοις |
| αιτιατική | τὸ | βραχιάριον | τὰ | βραχιάριᾰ |
| κλητική ὦ! | βραχιάριον | βραχιάριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βραχιαρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βραχιαρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.