βραγχός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βραγχός βραγχή τὸ βραγχόν
      γενική τοῦ βραγχοῦ τῆς βραγχῆς τοῦ βραγχοῦ
      δοτική τῷ βραγχ τῇ βραγχ τῷ βραγχ
    αιτιατική τὸν βραγχόν τὴν βραγχήν τὸ βραγχόν
     κλητική ! βραγχέ βραγχή βραγχόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βραγχοί αἱ βραγχαί τὰ βραγχᾰ́
      γενική τῶν βραγχῶν τῶν βραγχῶν τῶν βραγχῶν
      δοτική τοῖς βραγχοῖς ταῖς βραγχαῖς τοῖς βραγχοῖς
    αιτιατική τοὺς βραγχούς τὰς βραγχᾱ́ς τὰ βραγχᾰ́
     κλητική ! βραγχοί βραγχαί βραγχᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βραγχώ τὼ βραγχᾱ́ τὼ βραγχώ
      γεν-δοτ τοῖν βραγχοῖν τοῖν βραγχαῖν τοῖν βραγχοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραγχός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

βραγχός, -ή, -όν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.