βοϊδίσιος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

βοϊδίσιος < βόιδ(ι) + -ίσιος

Προφορά

ΔΦΑ : /voi̯ˈði.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βοϊδίσιος

Επίθετο

βοϊδίσιος, -ια, ιο

  1. που ανήκει ή προέρχεται από ή χαρακτηρίζει ένα βόδι
    βοϊδίσιο τομάρι (δέρμα βοδιού)
  2. {ετ|{μτφρ}}
    βοϊδίσιο βλέμμα: βλέμμα χωρίς ζωή και εξυπνάδα, σαν του βοδιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.