αὐτόμολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ὁ, ἡ αὐτόμολος,ον
- αυτός που έρχεται ή πηγαίνει κάπου απρόσκλητος
- αυτός που πηγαίνει στις τάξεις του εχθρού
Συγγενικά
- αὐτομολέω -μεταπηδώ στο εχθρικό στρατόπεδο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.