βλόψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βλόψ < (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα

βλόψ!

  1. (αττικός τύπος) ο ήχος της (δικαστικής) ψήφου, όταν πέφτει στην κάλπη
    κόγξ· ὁμοίως πάξ. ἐπιφώνημα τετελεσμένοις. καὶ τῆς δικαστικῆς ψήφου ἦχος, ὡς ὁ τῆς κλεψύδρας παρὰ [δὲ] Ἀττικοῖς βλόψ ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ)
  2. (αττικός τύπος) (κατ’ επέκταση) φτάνει! όλα αποφασίστηκαν, όλα τελείωσαν, αρκετά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.