κόγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κόγξ < (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα
κόγξ!
- ο ήχος της (δικαστικής) ψήφου, όταν πέφτει στην κάλπη
- (κατ’ επέκταση) όλα αποφασίστηκαν, όλα τελείωσαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.