βεβιασμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βεβιασμένα < μετοχή παθητικού παρακειμένου του βιάζομαι
Επίρρημα
βεβιασμένα
- βιαστικά και αναγκαστικά, πιεστικά, χωρίς καλή προετοιμασία, όχι αυθόρμητα, με προσπάθεια
- Ολα έγιναν βεβιασμένα επειδή η νύφη ήταν έγκυος, δεν χαρήκαμε ούτε τις προετοιμασίες του γάμου, ούτε το γλέντι μετά το γάμο.
Κλιτικός τύπος επιθέτου
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβάδιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.