βδελύσσω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βδελύσσω < βδέλλα < βδάλλω

Ρήμα

βδελύσσω

  1. προκαλώ αηδία και αποστροφή
  2. παθητική φωνή βδελύσσομαι: αισθάνομαι αηδία, αποστρέφομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.