βαρυγκομάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαρυγκομάω < βαρυγκομ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαρυγνωμῶ < βαρύγνωμος.[1] Και ετυμολογικές γραφές βαρυγκωμώ, βαρυγγομώ[2].

Ρήμα

βαρυγκομάω/βαρογκομώ, αόρ.: βαρυγκόμησα, μτχ.π.π.: βαρυγκομισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις βαρύς και γνώμη

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. βαρυγκομάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.