βαλς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαλς < (άμεσο δάνειο) γαλλική valse < γερμανική Walzer < walzen < μέση άνω γερμανική walzan (γυρίζω) < πρωτογερμανική *walt- (γυρίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wel- (γυρίζω)

Ουσιαστικό

βαλς ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) είδος μουσικής σε ρυθμό 3/4 ή 3/8
  2. (χορός) είδος χορού που χορεύεται υπό το άκουσμα της παραπάνω μουσικής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.