βαλς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαλς < (άμεσο δάνειο) γαλλική valse < γερμανική Walzer < walzen < μέση άνω γερμανική walzan (γυρίζω) < πρωτογερμανική *walt- (γυρίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wel- (γυρίζω)
Ουσιαστικό
βαλς ουδέτερο άκλιτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.