βαλσάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαλσάρω < βαλς + -άρω

Ρήμα

βαλσάρω

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη βαλς

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. βαλσάρω βάλσαρα θα βαλσάρω να βαλσάρω βαλσάροντας
β' ενικ. βαλσάρεις βάλσαρες θα βαλσάρεις να βαλσάρεις βάλσαρε
γ' ενικ. βαλσάρει βάλσαρε θα βαλσάρει να βαλσάρει
α' πληθ. βαλσάρουμε βαλσάραμε θα βαλσάρουμε να βαλσάρουμε
β' πληθ. βαλσάρετε βαλσάρατε θα βαλσάρετε να βαλσάρετε βαλσάρετε
γ' πληθ. βαλσάρουν(ε) βάλσαραν
βαλσάραν(ε)
θα βαλσάρουν(ε) να βαλσάρουν(ε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.