βαθύχρους
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βαθύχροος > βαθύχρους | τὸ | βαθύχροον > βαθύχρουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βαθυχρόου > βαθύχρου | τοῦ | βαθυχρόου > βαθύχρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βαθυχρόῳ > βαθύχρῳ | τῷ | βαθυχρόῳ > βαθύχρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βαθύχροον > βαθύχρουν | τὸ | βαθύχροον > βαθύχρουν | ||
| κλητική ὦ! | βαθύχροε > βαθύχρους | βαθύχροον > βαθύχρουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βαθύχροοι > βαθῦχροι | τὰ | βαθύχροᾰ > βαθύχροᾰ | ||
| γενική | τῶν | βαθυχρόων > βαθύχρων | τῶν | βαθυχρόων > βαθύχρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βαθυχρόοις > βαθύχροις | τοῖς | βαθυχρόοις > βαθύχροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βαθυχρόους > βαθύχρους | τὰ | βαθύχροᾰ > βαθύχροᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βαθύχροοι > βαθύχροι | βαθύχροᾰ > βαθύχροᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαθυχρόω > βαθύχρω | τὼ | βαθυχρόω > βαθύχρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαθυχρόοιν > βαθύχροιν | τοῖν | βαθυχρόοιν > βαθύχροιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθύχρους < βαθύ- + -χρους
Πηγές
- βαθύχρους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.