αὖ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Επίρρημα

αὖ

  1. πίσω, προς τα πίσω
  2. ξανά, πάλι, εκ νέου
  3. πάλι (επανάληψη), επιπλέον ή αντιθέτως
  4. διασταλτική χρήση (δηλαδή ξεχωρίζει ποιος ακριβώς, ποιος από όλους)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.