αὐτόπους

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αὐτόπους τὸ αὐτόπουν
      γενική τοῦ/τῆς αὐτόποδος τοῦ αὐτόποδος
      δοτική τῷ/τῇ αὐτόπόδ τῷ αὐτόποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν αὐτόποδ τὸ αὐτόπουν
     κλητική ! αὐτόπους αὐτόπουν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αὐτόποδες τὰ αὐτόποδ
      γενική τῶν αὐτοπόδων τῶν αὐτοπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς αὐτόποσῐ(ν) τοῖς αὐτόποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς αὐτόποδᾰς τὰ αὐτόποδ
     κλητική ! αὐτόποδες αὐτόποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐτόποδε τὼ αὐτόποδε
      γεν-δοτ τοῖν αὐτοπόδοιν τοῖν αὐτοπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αὐτόπους < αὐτό- + -πους

Επίθετο

αὐτόπους, -ους, -ουν

  • πεζός, με τα ίδια του τα πόδια

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.