αὐτογενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτογενής | τὸ αὐτογενές | οἱ, αἱ αὐτογενεῖς | τὰ αὐτογενῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς αὐτογενοῦς | τοῦ αὐτογενοῦς | τῶν αὐτογενῶν | τῶν αὐτογενῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ αὐτογενεῖ | τῷ αὐτογενεῖ | τοῖς, ταῖς αὐτογενέσι(ν) | τοῖς αὐτογενέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτογενῆ | τὸ αὐτογενές | τοὺς, τὰς αὐτογενεῖς | τὰ αὐτογενῆ |
| Κλητική | αὐτογενές | αὐτογενές | αὐτογενεῖς | αὐτογενῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτογενεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | αὐτογενοῖν | |||
Επίθετο
αὐτογενής,ής,ές
- ο φυσικός, π.χ. ο αυτοφυής, ο αυθόρμητος, το φυσικό κάποιου, το χάρισμά του ή γενικά το πηγαίο στοιχείο του
- ο συγγενής
- το αὐτογενές ως ουσιαστικό σήμαινε το φυτό νάρκισσος και ένα είδος κολοκυθιάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.