αἷσπερ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

αἷσπερ

η αναφορική αντωνυμία «ὅσπερ»
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικόθηλυκόουδέτεροόλα τα γένηθηλυκό (σπάνια)
ονομαστική ὅσπερ ἥπερ ὅπερ οἵπερ αἵπερ ἅπερ ὥπερ ἅπερ (ᾱ)
γενική οὗπερ ἧσπερ οὗπερ ὧνπερ οἷνπερ αἷνπερ
δοτική ᾧπερ ᾗπερ ᾧπερ οἷσπερ αἷσπερ οἷσπερ οἷνπερ αἷνπερ
αιτιατική ὅνπερ ἥνπερ ὅπερ οὕσπερ ἅσπερ (ᾱ) ἅπερ ὥπερ ἅπερ (ᾱ)
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.