αφυδατώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφυδατώνω < αφ- (από αφαιρετικό) + ύδωρ (του ύδατος), επειδή ύδωρ δασύτονο, στο πολυτονικό. το π του από τρέπεται σε φ

Ρήμα

αφυδατώνω

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.