αφειδώλευτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφειδώλευτα < αφειδώλευτ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fiˈðo.le.fta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φει‐δώ‐λευ‐τα
Επίρρημα
αφειδώλευτα
- με αφειδώλευτο τρόπο [1]
Άφθονα-άπλετα -απεριόριστα-
- ※ Και είχε μια παιδική, τρυφερή καρδιά! Που τη μοιράστηκε αφειδώλευτα. (Έλλη Αλεξίου (1979) Λόρκα [δοκίμιο])
- {[συνων}} απλόχερα, άφθονα, άπλετα
Μεταφράσεις
αφειδώλευτα
|
Αναφορές
- αφειδώλευτα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.