αφίχθη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφίχθη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀφίχθη, 3ο πρόσωπο του αρχαιοπρεπούς αορίστου ἀφίχθην < με βάση την αρχαία ελληνική ἀφικνοῦμαι < ἀπό + ἱκνοῦμαι (και ἱκνέομαι) σημασία: «φθάνω»

Ρηματικός τύπος

αφίχθη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.