ἀφικνέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Μέση |
Φωνή Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἀφικνέομαι / ἀφικνοῦμαι | |
| Παρατατικός | ἀφικνεόμην / ἀφικνούμην | |
| Μέλλοντας | ἀφίξομαι | — |
| Αόριστος | ἀφικόμην | — |
| Παρακείμενος | ἀφῖγμαι | |
| Υπερσυντέλικος | — | |
| Συντελ.Μέλλ. | — | |
Ρήμα
ἀφικνέομαι / ἀφικνοῦμαι, ιωνικός τύπος : ἀπικνέομαι
- φτάνω, αφικνούμαι
- έρχομαι σε μια ορισμένη κατάσταση
- ↪ ἀφικνοῦμαι ἐς τοῦτο δυστυχίας - φτάνω σε τόση δυστυχία
- (τινί εἰς ...) δηλώνει κοινή ενέργεια
- ↪ ἀφικνοῦμαἰ τινι ἐς λόγους, ἀφικνοῦμαἰ τινι εἰς ἔριδα
Εκφράσεις
- ἀφικνοῦμαι ἐπί / εἰς πάντα: χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
- ἀφικνοῦμαι εἰς τόξευμα: φτάνω σε ακτίνα βολής
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σημειώσεις
- Ο τύπος παθητικού αορίστου ἀφίχθην, «νεώτερος εσφαλμένος αόριστος»[1] Συγκρίνετε με το απαρέμφατο του παρακείμενου, ἀφῖχθαι.
Αναφορές
- «ἀφικνοῦμαι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
- ἀφικνέομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀφικνέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.