αυτοτραυματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοτραυματίζομαι < αυτο- + τραυματίζομαι
Συγγενικά
- αυτοτραυματίας
- αυτοτραυματισμένος
- αυτοτραυματισμός
- → δείτε τις λέξεις αυτός, τραυματίζω και τραύμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοτραυματίζομαι | αυτοτραυματιζόμουν(α) | θα αυτοτραυματίζομαι | να αυτοτραυματίζομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοτραυματίζεσαι | αυτοτραυματιζόσουν(α) | θα αυτοτραυματίζεσαι | να αυτοτραυματίζεσαι | (αυτοτραυματίζου) | |
| γ' ενικ. | αυτοτραυματίζεται | αυτοτραυματιζόταν(ε) | θα αυτοτραυματίζεται | να αυτοτραυματίζεται | ||
| α' πληθ. | αυτοτραυματιζόμαστε | αυτοτραυματιζόμαστε αυτοτραυματιζόμασταν |
θα αυτοτραυματιζόμαστε | να αυτοτραυματιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοτραυματίζεστε | αυτοτραυματιζόσαστε αυτοτραυματιζόσασταν |
θα αυτοτραυματίζεστε | να αυτοτραυματίζεστε | (αυτοτραυματίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοτραυματίζονται | αυτοτραυματίζονταν αυτοτραυματιζόντουσαν |
θα αυτοτραυματίζονται | να αυτοτραυματίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοτραυματίστηκα | θα αυτοτραυματιστώ | να αυτοτραυματιστώ | αυτοτραυματιστεί | ||
| β' ενικ. | αυτοτραυματίστηκες | θα αυτοτραυματιστείς | να αυτοτραυματιστείς | αυτοτραυματίσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοτραυματίστηκε | θα αυτοτραυματιστεί | να αυτοτραυματιστεί | |||
| α' πληθ. | αυτοτραυματιστήκαμε | θα αυτοτραυματιστούμε | να αυτοτραυματιστούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοτραυματιστήκατε | θα αυτοτραυματιστείτε | να αυτοτραυματιστείτε | αυτοτραυματιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοτραυματίστηκαν αυτοτραυματιστήκαν(ε) |
θα αυτοτραυματιστούν(ε) | να αυτοτραυματιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοτραυματιστεί | είχα αυτοτραυματιστεί | θα έχω αυτοτραυματιστεί | να έχω αυτοτραυματιστεί | αυτοτραυματισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοτραυματιστεί | είχες αυτοτραυματιστεί | θα έχεις αυτοτραυματιστεί | να έχεις αυτοτραυματιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοτραυματιστεί | είχε αυτοτραυματιστεί | θα έχει αυτοτραυματιστεί | να έχει αυτοτραυματιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοτραυματιστεί | είχαμε αυτοτραυματιστεί | θα έχουμε αυτοτραυματιστεί | να έχουμε αυτοτραυματιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοτραυματιστεί | είχατε αυτοτραυματιστεί | θα έχετε αυτοτραυματιστεί | να έχετε αυτοτραυματιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοτραυματιστεί | είχαν αυτοτραυματιστεί | θα έχουν αυτοτραυματιστεί | να έχουν αυτοτραυματιστεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοτραυματίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.