αυτοτιμωρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοτιμωρούμαι < αυτο- + τιμωρούμαι
Συγγενικά
- αυτοτιμωρία
- αυτοτιμωρημένος
- αυτοτιμωρούμενος
- → δείτε τις λέξεις αυτός και τιμωρώ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοτιμωρούμαι | αυτοτιμωρούμουν | θα αυτοτιμωρούμαι | να αυτοτιμωρούμαι | ||
| β' ενικ. | αυτοτιμωρείσαι | αυτοτιμωρούσουν | θα αυτοτιμωρείσαι | να αυτοτιμωρείσαι | ||
| γ' ενικ. | αυτοτιμωρείται | αυτοτιμωρούνταν | θα αυτοτιμωρείται | να αυτοτιμωρείται | ||
| α' πληθ. | αυτοτιμωρούμαστε | αυτοτιμωρούμασταν αυτοτιμωρούμαστε |
θα αυτοτιμωρούμαστε | να αυτοτιμωρούμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοτιμωρείστε | αυτοτιμωρούσασταν αυτοτιμωρούσαστε |
θα αυτοτιμωρείστε | να αυτοτιμωρείστε | αυτοτιμωρείστε | |
| γ' πληθ. | αυτοτιμωρούνται | αυτοτιμωρούνταν | θα αυτοτιμωρούνται | να αυτοτιμωρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοτιμωρήθηκα | θα αυτοτιμωρηθώ | να αυτοτιμωρηθώ | αυτοτιμωρηθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοτιμωρήθηκες | θα αυτοτιμωρηθείς | να αυτοτιμωρηθείς | αυτοτιμωρήσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοτιμωρήθηκε | θα αυτοτιμωρηθεί | να αυτοτιμωρηθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοτιμωρηθήκαμε | θα αυτοτιμωρηθούμε | να αυτοτιμωρηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοτιμωρηθήκατε | θα αυτοτιμωρηθείτε | να αυτοτιμωρηθείτε | αυτοτιμωρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοτιμωρήθηκαν αυτοτιμωρηθήκαν(ε) |
θα αυτοτιμωρηθούν(ε) | να αυτοτιμωρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοτιμωρηθεί | είχα αυτοτιμωρηθεί | θα έχω αυτοτιμωρηθεί | να έχω αυτοτιμωρηθεί | αυτοτιμωρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοτιμωρηθεί | είχες αυτοτιμωρηθεί | θα έχεις αυτοτιμωρηθεί | να έχεις αυτοτιμωρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοτιμωρηθεί | είχε αυτοτιμωρηθεί | θα έχει αυτοτιμωρηθεί | να έχει αυτοτιμωρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοτιμωρηθεί | είχαμε αυτοτιμωρηθεί | θα έχουμε αυτοτιμωρηθεί | να έχουμε αυτοτιμωρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοτιμωρηθεί | είχατε αυτοτιμωρηθεί | θα έχετε αυτοτιμωρηθεί | να έχετε αυτοτιμωρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοτιμωρηθεί | είχαν αυτοτιμωρηθεί | θα έχουν αυτοτιμωρηθεί | να έχουν αυτοτιμωρηθεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοτιμωρούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.