τιμωρούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τιμωρούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τιμωρώ

Ρήμα

τιμωρούμαι

  • παθαίνω κάτι κακό από κάποιον άλλον ως συνέπεια των σφαλμάτων μου

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.