διαψεύδομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαψεύδομαι < αρχαία ελληνική διαψεύδομαι
Ρήμα
διαψεύδομαι
- με διαψεύδουν
- βγαίνω ψεύτης
- δε βγαίνω αληθινός, δεν υλοποιούμαι, προδίδομαι, εξαπατώμαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαψεύδομαι | διαψευδόμουν(α) | θα διαψεύδομαι | να διαψεύδομαι | ||
| β' ενικ. | διαψεύδεσαι | διαψευδόσουν(α) | θα διαψεύδεσαι | να διαψεύδεσαι | (διαψεύδου) | |
| γ' ενικ. | διαψεύδεται | διαψευδόταν(ε) | θα διαψεύδεται | να διαψεύδεται | ||
| α' πληθ. | διαψευδόμαστε | διαψευδόμαστε διαψευδόμασταν |
θα διαψευδόμαστε | να διαψευδόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαψεύδεστε | διαψευδόσαστε διαψευδόσασταν |
θα διαψεύδεστε | να διαψεύδεστε | (διαψεύδεστε) | |
| γ' πληθ. | διαψεύδονται | διαψεύδονταν διαψευδόντουσαν |
θα διαψεύδονται | να διαψεύδονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαψεύστηκα | θα διαψευστώ | να διαψευστώ | διαψευστεί | ||
| β' ενικ. | διαψεύστηκες | θα διαψευστείς | να διαψευστείς | διαψεύσου | ||
| γ' ενικ. | διαψεύστηκε | θα διαψευστεί | να διαψευστεί | |||
| α' πληθ. | διαψευστήκαμε | θα διαψευστούμε | να διαψευστούμε | |||
| β' πληθ. | διαψευστήκατε | θα διαψευστείτε | να διαψευστείτε | διαψευστείτε | ||
| γ' πληθ. | διαψεύστηκαν διαψευστήκαν(ε) |
θα διαψευστούν(ε) | να διαψευστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαψευστεί | είχα διαψευστεί | θα έχω διαψευστεί | να έχω διαψευστεί | διαψευσμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαψευστεί | είχες διαψευστεί | θα έχεις διαψευστεί | να έχεις διαψευστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαψευστεί | είχε διαψευστεί | θα έχει διαψευστεί | να έχει διαψευστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαψευστεί | είχαμε διαψευστεί | θα έχουμε διαψευστεί | να έχουμε διαψευστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαψευστεί | είχατε διαψευστεί | θα έχετε διαψευστεί | να έχετε διαψευστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαψευστεί | είχαν διαψευστεί | θα έχουν διαψευστεί | να έχουν διαψευστεί | ||
Μεταφράσεις
διαψεύδομαι
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.