λαμπερά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαμπερά < λαμπερ(ός) +

Επίθετο

λαμπερά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λαμπερά



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λαμπερά

  1. θηλυκό του λαμπερός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαμπερός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.