ασικλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασικλίκι τα ασικλίκια
      γενική
    αιτιατική το ασικλίκι τα ασικλίκια
     κλητική ασικλίκι ασικλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασικλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική aşıklık [1]

Ουσιαστικό

ασικλίκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.