αρτζιμπούρτζι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρτζιμπούρτζι < μεσαιωνική ελληνική ἀρτζιβούριον / ἀρτζιβούριν < αρμενική Առաջավորաց (aṙaǰaworac') (=προηγούμενο διάστημα, τελευταία εβδομάδα πριν την χριστιανική νηστεία των Απόκρεω, κατά την οποία οι Αρμένιοι τηρούσαν αυστηρή νηστεία, πράγμα ακατανόητο για τους Βυζαντινούς. Έτσι και εξαιτίας της δύσκολης προφοράς της αρμένικης λέξης προέκυψε η σημασία της λέξης...

*)[1]

Επίρρημα

αρτζιμπούρτζι

  • χωρίς λογική, χωρίς τη σωστή σειρά και τάξη, με σύγχυση

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αρτζιμπούρτζι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.