αρμαδίλλος

Νέα ελληνικά (el)

αρμαδίλλος

Ετυμολογία

αρμαδίλλος < (άμεσο δάνειο) ισπανική armadillo < υποκοριστικό του armado (θωρακισμένος)

Ουσιαστικό

αρμαδίλλος αρσενικό και αρμαδίλος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.