αριθμητικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αριθμητικά < αριθμητικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾi.θmi.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ριθ‐μη‐τι‐κά
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐ρι‐θμη‐τι‐κά
Μεταφράσεις
αριθμητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αριθμητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αριθμητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.