αργοταξιδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ɣo.ta.ksiˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γο‐τα‐ξι‐δεύ‐ω
Ρήμα
αργοταξιδεύω, αόρ.: αργοταξίδεψα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- αργοτάξιδος
- → δείτε τις λέξεις αργός, ταξίδι και τάσσω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αργοταξιδεύω | αργοταξίδευα | θα αργοταξιδεύω | να αργοταξιδεύω | αργοταξιδεύοντας | |
| β' ενικ. | αργοταξιδεύεις | αργοταξίδευες | θα αργοταξιδεύεις | να αργοταξιδεύεις | αργοταξίδευε | |
| γ' ενικ. | αργοταξιδεύει | αργοταξίδευε | θα αργοταξιδεύει | να αργοταξιδεύει | ||
| α' πληθ. | αργοταξιδεύουμε | αργοταξιδεύαμε | θα αργοταξιδεύουμε | να αργοταξιδεύουμε | ||
| β' πληθ. | αργοταξιδεύετε | αργοταξιδεύατε | θα αργοταξιδεύετε | να αργοταξιδεύετε | αργοταξιδεύετε | |
| γ' πληθ. | αργοταξιδεύουν(ε) | αργοταξίδευαν αργοταξιδεύαν(ε) |
θα αργοταξιδεύουν(ε) | να αργοταξιδεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αργοταξίδεψα | θα αργοταξιδέψω | να αργοταξιδέψω | αργοταξιδέψει | ||
| β' ενικ. | αργοταξίδεψες | θα αργοταξιδέψεις | να αργοταξιδέψεις | αργοταξίδεψε | ||
| γ' ενικ. | αργοταξίδεψε | θα αργοταξιδέψει | να αργοταξιδέψει | |||
| α' πληθ. | αργοταξιδέψαμε | θα αργοταξιδέψουμε | να αργοταξιδέψουμε | |||
| β' πληθ. | αργοταξιδέψατε | θα αργοταξιδέψετε | να αργοταξιδέψετε | αργοταξιδέψτε | ||
| γ' πληθ. | αργοταξίδεψαν αργοταξιδέψαν(ε) |
θα αργοταξιδέψουν(ε) | να αργοταξιδέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αργοταξιδέψει | είχα αργοταξιδέψει | θα έχω αργοταξιδέψει | να έχω αργοταξιδέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις αργοταξιδέψει | είχες αργοταξιδέψει | θα έχεις αργοταξιδέψει | να έχεις αργοταξιδέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει αργοταξιδέψει | είχε αργοταξιδέψει | θα έχει αργοταξιδέψει | να έχει αργοταξιδέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αργοταξιδέψει | είχαμε αργοταξιδέψει | θα έχουμε αργοταξιδέψει | να έχουμε αργοταξιδέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε αργοταξιδέψει | είχατε αργοταξιδέψει | θα έχετε αργοταξιδέψει | να έχετε αργοταξιδέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αργοταξιδέψει | είχαν αργοταξιδέψει | θα έχουν αργοταξιδέψει | να έχουν αργοταξιδέψει |
| |
Μεταφράσεις
αργοταξιδεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.