αργινίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αργινίνη
      γενική της αργινίνης
    αιτιατική την αργινίνη
     κλητική αργινίνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Συντακτικός τύπος αργινίνης.

Ετυμολογία

αργινίνη < (λόγιο δάνειο) γερμανική Arginin

Ουσιαστικό

αργινίνη θηλυκό

  1. (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
  2. (βιοχημεία) αμινοξύ με τύπο HN=C(NH2)-NH-(CH2)3-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Arg ή R. Για τα παιδιά είναι απαραίτητο αμινοξύ, ενώ για τους υγιείς ενήλικες είναι μη απαραίτητο αμινοξύ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.