αποψύχω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποψύχω < απο- + ψύχω μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décongeler ή αγγλική defrost
Ρήμα
αποψύχω
- αφήνω να ζεστάνει κάπως τροφή που ήταν κατεψυγμένο
- βγάζω το πάγος από ένα χώρο (πχ. από καταψύκτη) λιώνοντάς το
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.