αποφθέγγομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποφθέγγομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποφθέγγομαι < ἀπό + αρχαία ελληνική φθέγγομαι [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈfθeŋ.ɡo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποφθέγγομαι

Ρήμα

αποφθέγγομαι, πρτ.: αποφθεγγόμουν, στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Αναφορές

  1. αποφθέγγομαι -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.