αποφθέγγομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποφθέγγομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποφθέγγομαι < ἀπό + αρχαία ελληνική φθέγγομαι [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈfθeŋ.ɡo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐φθέγ‐γο‐μαι
Ρήμα
αποφθέγγομαι, πρτ.: αποφθεγγόμουν, στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο, σπάνιο) μιλάω σύντομα με αφορισμούς, γνωματεύω με αποφθέγματα,[1] με στόμφο, όπως μία αυθεντία [2]
- ※ και στις πιο δεινές τις μέρες τρέχουν οι ώρες κ' οι στιγμές, αποφθέγγεται ο Σαίξπηρ
- Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια §59 απόσπασμα@books.google
- ※ και στις πιο δεινές τις μέρες τρέχουν οι ώρες κ' οι στιγμές, αποφθέγγεται ο Σαίξπηρ
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- αποφθέγγομαι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.