αποσβολώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσβολώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος αποσβολώνω

Ρήμα

αποσβολώνομαι

  1. μένω τόσο έκπληκτος που μου "φεύγει το καφάσι".
    προχθές άκουσα πως οι Τούρκοι ετοιμάζονται να επιτεθούν στο Αιγαίο κι αποσβολώθηκα.

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.