αποπολιτικοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποπολιτικοποιώ < απο- + πολιτικοποιώ

Ρήμα

αποπολιτικοποιώ (παθητική φωνή: αποπολιτικοποιούμαι)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

  • παθητική φωνή λείπει η κλίση

|}

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.