αποπολιτικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπολιτικοποιώ < απο- + πολιτικοποιώ
Ρήμα
αποπολιτικοποιώ (παθητική φωνή: αποπολιτικοποιούμαι)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πολιτικοποιώ, πολιτική, πόλη και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποπολιτικοποιώ | αποπολιτικοποιούσα | θα αποπολιτικοποιώ | να αποπολιτικοποιώ | αποπολιτικοποιώντας | |
| β' ενικ. | αποπολιτικοποιείς | αποπολιτικοποιούσες | θα αποπολιτικοποιείς | να αποπολιτικοποιείς | ||
| γ' ενικ. | αποπολιτικοποιεί | αποπολιτικοποιούσε | θα αποπολιτικοποιεί | να αποπολιτικοποιεί | ||
| α' πληθ. | αποπολιτικοποιούμε | αποπολιτικοποιούσαμε | θα αποπολιτικοποιούμε | να αποπολιτικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | αποπολιτικοποιείτε | αποπολιτικοποιούσατε | θα αποπολιτικοποιείτε | να αποπολιτικοποιείτε | αποπολιτικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | αποπολιτικοποιούν(ε) | αποπολιτικοποιούσαν(ε) | θα αποπολιτικοποιούν(ε) | να αποπολιτικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποπολιτικοποίησα | θα αποπολιτικοποιήσω | να αποπολιτικοποιήσω | αποπολιτικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | αποπολιτικοποίησες | θα αποπολιτικοποιήσεις | να αποπολιτικοποιήσεις | αποπολιτικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | αποπολιτικοποίησε | θα αποπολιτικοποιήσει | να αποπολιτικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | αποπολιτικοποιήσαμε | θα αποπολιτικοποιήσουμε | να αποπολιτικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποπολιτικοποιήσατε | θα αποπολιτικοποιήσετε | να αποπολιτικοποιήσετε | αποπολιτικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | αποπολιτικοποίησαν αποπολιτικοποιήσαν(ε) |
θα αποπολιτικοποιήσουν(ε) | να αποπολιτικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποπολιτικοποιήσει | είχα αποπολιτικοποιήσει | θα έχω αποπολιτικοποιήσει | να έχω αποπολιτικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποπολιτικοποιήσει | είχες αποπολιτικοποιήσει | θα έχεις αποπολιτικοποιήσει | να έχεις αποπολιτικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποπολιτικοποιήσει | είχε αποπολιτικοποιήσει | θα έχει αποπολιτικοποιήσει | να έχει αποπολιτικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποπολιτικοποιήσει | είχαμε αποπολιτικοποιήσει | θα έχουμε αποπολιτικοποιήσει | να έχουμε αποπολιτικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποπολιτικοποιήσει | είχατε αποπολιτικοποιήσει | θα έχετε αποπολιτικοποιήσει | να έχετε αποπολιτικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποπολιτικοποιήσει | είχαν αποπολιτικοποιήσει | θα έχουν αποπολιτικοποιήσει | να έχουν αποπολιτικοποιήσει |
| |
- παθητική φωνή → λείπει η κλίση
|}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.