αποικίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποικίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποικίζω
  2. θα αποικίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποικίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποικίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποίκιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.