αποδημήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποδημήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδημώ
  2. θα αποδημήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδημώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποδημήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποδήμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.