απεγκαθίσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.peŋ.ɡaˈθi.sta.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πεγ‐κα‐θί‐στα‐μαι
Ρήμα
απεγκαθίσταμαι, π.αόρ.: απεγκαταστάθηκα, μτχ.π.π.: απεγκατεστημένος, (ενεργ.: απεγκαθιστώ)
- παθητική φωνή του ρήματος απεγκαθιστώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.