αξιωματικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αξιωματικά < αξιωματικός

Επίρρημα

αξιωματικά και αξιωματικώς

  1. που τον διέπει η αξιωματικότητα
  2. σχετικά με ένα αξίωμα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τα αξιωματικά (el) ουδέτερο, πληθυντικός
βλ. αξιωματικός

  • ουδέτερο• ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιθέτου "ο αξιωματικός"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.