αντικαθρεφτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντικαθρεφτίζομαι | αντικαθρεφτιζόμουν(α) | θα αντικαθρεφτίζομαι | να αντικαθρεφτίζομαι | ||
| β' ενικ. | αντικαθρεφτίζεσαι | αντικαθρεφτιζόσουν(α) | θα αντικαθρεφτίζεσαι | να αντικαθρεφτίζεσαι | (αντικαθρεφτίζου) | |
| γ' ενικ. | αντικαθρεφτίζεται | αντικαθρεφτιζόταν(ε) | θα αντικαθρεφτίζεται | να αντικαθρεφτίζεται | ||
| α' πληθ. | αντικαθρεφτιζόμαστε | αντικαθρεφτιζόμαστε αντικαθρεφτιζόμασταν |
θα αντικαθρεφτιζόμαστε | να αντικαθρεφτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αντικαθρεφτίζεστε | αντικαθρεφτιζόσαστε αντικαθρεφτιζόσασταν |
θα αντικαθρεφτίζεστε | να αντικαθρεφτίζεστε | (αντικαθρεφτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αντικαθρεφτίζονται | αντικαθρεφτίζονταν αντικαθρεφτιζόντουσαν |
θα αντικαθρεφτίζονται | να αντικαθρεφτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντικαθρεφτίστηκα | θα αντικαθρεφτιστώ | να αντικαθρεφτιστώ | αντικαθρεφτιστεί | ||
| β' ενικ. | αντικαθρεφτίστηκες | θα αντικαθρεφτιστείς | να αντικαθρεφτιστείς | αντικαθρεφτίσου | ||
| γ' ενικ. | αντικαθρεφτίστηκε | θα αντικαθρεφτιστεί | να αντικαθρεφτιστεί | |||
| α' πληθ. | αντικαθρεφτιστήκαμε | θα αντικαθρεφτιστούμε | να αντικαθρεφτιστούμε | |||
| β' πληθ. | αντικαθρεφτιστήκατε | θα αντικαθρεφτιστείτε | να αντικαθρεφτιστείτε | αντικαθρεφτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αντικαθρεφτίστηκαν αντικαθρεφτιστήκαν(ε) |
θα αντικαθρεφτιστούν(ε) | να αντικαθρεφτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αντικαθρεφτιστεί | είχα αντικαθρεφτιστεί | θα έχω αντικαθρεφτιστεί | να έχω αντικαθρεφτιστεί | αντικαθρεφτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αντικαθρεφτιστεί | είχες αντικαθρεφτιστεί | θα έχεις αντικαθρεφτιστεί | να έχεις αντικαθρεφτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αντικαθρεφτιστεί | είχε αντικαθρεφτιστεί | θα έχει αντικαθρεφτιστεί | να έχει αντικαθρεφτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντικαθρεφτιστεί | είχαμε αντικαθρεφτιστεί | θα έχουμε αντικαθρεφτιστεί | να έχουμε αντικαθρεφτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αντικαθρεφτιστεί | είχατε αντικαθρεφτιστεί | θα έχετε αντικαθρεφτιστεί | να έχετε αντικαθρεφτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντικαθρεφτιστεί | είχαν αντικαθρεφτιστεί | θα έχουν αντικαθρεφτιστεί | να έχουν αντικαθρεφτιστεί | ||
Μεταφράσεις
αντικαθρεφτίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.