αντιτάξιμος

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός
ονομαστική αντιτάξιμος αντιτάξιμη αντιτάξιμο
γενική αντιτάξιμου αντιτάξιμης αντιτάξιμου
αιτιατική αντιτάξιμο αντιτάξιμη αντιτάξιμο
κλητική αντιτάξιμε αντιτάξιμη αντιτάξιμο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αντιτάξιμοι αντιτάξιμες αντιτάξιμα
γενική αντιτάξιμων αντιτάξιμων αντιτάξιμων
αιτιατική αντιτάξιμους αντιτάξιμες αντιτάξιμα
κλητική αντιτάξιμοι αντιτάξιμες αντιτάξιμα

Επίθετο

αντιτάξιμος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. που μπορεί να τεθεί αντικριστά
  2. (μεταφορικά) που θεωρείται ότι ή δύναται να δράσει ιδεολογικώς αντίθετα

Μεταφράσεις

ιδεολογία, πολιτική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.